φιλονεικία

φιλονεικία
φιλονεικία, ας, ἡ (φιλόνεικος; also-νικία; Thu.+; ins, pap, LXX; TestSol 4:1 D [-νεικ-]; Tat. 23, 1; Mel., HE 4, 26, 6.—On the spelling B-D-F §23 and L-S-J-M s.v. φιλόνικος, end; PKatz, TLZ ’36, 282; 83, ’58, 315 and Kratylos 5, ’60, 158; DGeorgacas, ClPh 76, ’81, 156: φιλονεκία is the ‘correct spelling’)
contentiousness (Pla. et al.; Diod S 13, 48, 2; 4 Macc 1:26; 8:26; Philo, Leg. ad Gai. 218) MPol 18:1.
dispute, argument (Thu. 8, 76, 1; Diod S 3, 33, 3; M. Ant. 3, 4; Philo; Jos., Ant. 7, 182, C. Ap. 2, 243; 2 Macc 4:4) Lk 22:24 (‘emulation’: Field, Notes 75f).—B. 1360. DELG s.v. νίκη. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φιλονεικία — φιλονεικίᾱ , φιλονεικία fem nom/voc/acc dual φιλονεικίᾱ , φιλονεικία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονεικίᾳ — φιλονεικίαι , φιλονεικία fem nom/voc pl φιλονεικίᾱͅ , φιλονεικία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονεικία — η, ΝΜΑ (δ. γρφ.) βλ. φιλονικία …   Dictionary of Greek

  • φιλονεικίας — φιλονεικίᾱς , φιλονεικία fem acc pl φιλονεικίᾱς , φιλονεικία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονεικίαι — φιλονεικία fem nom/voc pl φιλονεικίᾱͅ , φιλονεικία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονεικίαν — φιλονεικίᾱν , φιλονεικία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονεικιῶν — φιλονεικία fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονεικίαις — φιλονεικία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φιλονεικίη — φιλονεικία fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμφιλόνεικος — ἐμφιλόνεικος, ον (AM) αυτός που περιέχει φιλονεικία, που διεξάγεται με φιλονεικία, ο εριστικός. επίρρ... ἐμφιλονείκως με φιλονεικία, με εριστική διάθεση, εριστικά …   Dictionary of Greek

  • φιλονικία — και φιλονεικία, η, ΝΜΑ [φιλόνικος / φιλόνεικος] 1. εριστική διάθεση 2. λογομαχία, καβγάς αρχ. (με θετ. σημ.) άμιλλα, συναγωνισμός («ἔστω τούτων... κατὰ νόμον ἅμιλλά τε καὶ φιλονεικία», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”